- συμπεριοδεύω
- Α [περιοδεύω]1. ακολουθώ την πορεία κάποιου2. (κατ' επέκτ.) ταξιδεύω μαζί με άλλον, συνταξιδεύω3. παθ. συμπεριοδεύομαι(για τόπο) περιγράφομαι επίσης κατά την περιοδεία κάποιου («τούτῳ δέ τινα συμπεριωδεύθη καὶ τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Αιθιοπίας», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.